Ιστορικές αναφορές

Δημήτρης Αγγελής: Γεια σου αρχηγέ!

Θυμάμαι τη μέρα και τη συγκυρία που γνωριστήκαμε: Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011, παρουσιάζουμε στον Ιανό την ποιητική συλλογή του Ντίνου Σιώτη Μαύρο χρήμα με την Τιτίκα Δημητρούλια και τον Σάββα Πατσαλίδη. Στο τέλος της εκδήλωσης με πλησιάζει ένας στιβαρός μαυροντυμένος άντρας με μουστάκι, λίγο πριν τα εβδομήντα τον υπολογίζω και μου μοιάζει άνθρωπος της αγοράς, με συγχαίρει για το καλό κείμενο που δεν φοβήθηκε, λέει, να σταθεί, με την πρέπουσα ευγένεια πάντα, και κριτικά απέναντι στο βιβλίο, ότι αυτό θέλει θάρρος κ.λπ. Δεν του δίνω ιδιαίτερη σημασία, έρχομαι πάντα σε δύσκολη θέση όταν μου λένε δημοσίως επαινετικά λόγια, οπότε φροντίζω τεχνηέντως να απομακρυνθώ. Βγαίνοντας από το βιβλιοπωλείο, ο ίδιος άνθρωπος μου ξαναπιάνει την κουβέντα κι επιτέλους μου συστήνεται: είναι ο Λάκης Παπαστάθης, ο σκηνοθέτης. Πού να του πω τώρα ότι στη δεκαετία του 1990, φοιτητής ακόμα, φανατικός με τον Ελύτη και την ιδέα της ελληνικότητας, πόσο είχα ενθουσιαστεί ένα βράδυ που πέτυχα στην τηλεόραση την ταινία του για τον ζωγράφο Θεόφιλο. Κι αυτό το θυμάμαι: νύχτα προχωρημένη, στην κουζίνα του σπιτιού, με τους άλλους να κοιμούνται, σε μια μικρή τηλεόραση Grundig (να ’ταν μαυρόασπρη; δεν το συγκρατώ), να βλέπω τον άγνωστό μου Καταλειφό σαν αλαφροϊσκιωτο ζωγράφο («Δημητράκη» τον αποκαλούσε τρυφερά…), να βλέπω τη σκηνή πλάι στη θάλασσα με τους τρελούς ή τον Θεόφιλο σκαρφαλωμένο στο πρόχειρο ικρίωμα, οπτικοποιημένα όλα όσα σκεφτόμουν τότε πως πρέπει να περιλαμβάνει ένα ποίημα.

Από τότε ο Λάκης με τις ταξιδιωτικές αποσκευές του, δηλαδή τον Βιζυηνό πάντοτε πρώτο, τον Παπαδιαμάντη και τον Μητσάκη, ερχόταν τα Σάββατα ανελλιπώς στους καφέδες του περιοδικού, το καλοκαίρι με το ψαθάκι του, τον χειμώνα με το μαύρο του παλτό, με τους αναστενάρηδες και τις ιστορίες από το «Παρασκήνιο» αλλά και το Πήλιο, με τους ζωγράφους του (τον Ρόρρη και τον Δασκαλάκη, πρωτίστως), με τον Καραγκιόζη, με όλη τη λαϊκή παράδοση, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τα βιβλία στη συζήτηση. Μαχητικός συνομιλητής, ισχυρογνώμων αλλά και τρυφερός και συνάμα γενναιόδωρος με τους νεότερους, σαν ζωηρός παππούς: έτσι τον απαθανατίζει και ο διάσημος Αργεντινός φωτογράφος συγγραφέων Ντανιέλ Μορτζίνσκι στο πέρασμά του τον Ιούνιο του 2013, στην «οικογενειακή» μας φωτογραφία, στην οποία τον προσθέτει μετά, καθιστό στο πλάι. Βρισκόμαστε συχνά στον «Καραβίτη» και στον «Βλάση» με τον Στέφανο Δασκαλάκη, την Αντρέα και τον Νίκο Μηλιώνη και ξανασχεδιάζουμε πάνω από ένα τραπέζι τον κόσμο και την ιστορία της ζωγραφικής, όπως έκαναν ανέκαθεν οι πνευματικές συντροφιές στην Ελλάδα. Παρουσιάζουμε τον Καιρό των Ελλήνων με τον Γιάννη Κιουρτσάκη στον Κήπο των Αρχαιολόγων και με το Φρέαρ διοργανώνουμε μαζί ένα αφιέρωμα στον Νάσο Βαγενά στη Δημοτική Πινακοθήκη, δείχνω κάθε χρονιά στους μαθητές μου τα Γράμματα από την Αμερική και τον φέρνω μια φορά στο σχολείο να τους μιλήσει. Μας προσκαλεί όλους στο Πήλιο για να μας δείξει αγιογραφίες, τι ωραία που θα ήταν μια εκδρομή του περιοδικού στο βουνό των Κενταύρων, αλλά μοιάζει δύσκολο, συνεχίζουμε σε καφενεία, συνεχίζουμε σε ταβερνάκια και εκθέσεις, με τις ιδέες του για νέα αθηναιοκεντρικά ντοκιμαντέρ αφού το βιβλίο με τις φωτογραφίες της Πανεπιστημίου που ονειρευόταν παρουσίαζε τεχνικές δυσκολίες, «γεια σου αρχηγέ!», με χαιρετούσε πάντοτε, όμως αρχηγός ήταν δικαιωματικά εκείνος και νομίζω πως κατά βάθος το ήξερε.

Δεν είναι που λίγο λίγο χάνουμε τους φίλους μας. Είναι που αποχαιρετάμε ανθρώπους ολόκληρους που ήταν τα πνευματικά μας στηρίγματα, που φωτιζόμασταν από τη συναναστροφή μαζί τους. Είναι που χάνουμε οδηγούς σε μια βαθιά βιωμένη Ελλάδα και πολύ φοβάμαι πως δεν έχουμε τις δυνάμεις να τους υποκαταστήσουμε. Χαίρε Λάκη, φίλε σπουδαίε! Αρχηγέ μας!