Ιστορικές αναφορές

Απολογισμός 25ου Φεστιβάλ Δράμας 2002. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Εχω εκφράσει, πολλές φορές, σε κείμενα ή σε εισηγήσεις, τη διαπίστωση και την άποψη μου ότι, την τελευταία περίοδο, με αφετηρία το 1994, το επιπέδο των ταινιών μικρού μήκους έχει ανέβει πάρα πολύ. Κι αυτό συμβαίνει, τόσο με αυτές που παράγονται στην Ελλάδα, όσο και μ’ εκείνες που γυρίζονται στο εξωτερικό από νέους έλληνες κινηματογραφιστές, που πήγαν και σπούδασαν ή είναι μόνιμα εγκαταστημένοι – π.χ. ως παιδιά ή εγγόνια μεταναστών – σε χώρες του εξωτερικού, κυρίως της Ευρώπης ή της Βόρειας Αμερικής. Και το ποιοτικό επίπεδο των ταινιών, το βλέπουμε κι εφέτος, μένει αρκετά υψηλό, με μια μικρή, έστω, πτώση, ιδίως στις ταινίες μυθοπλασίας, και κάπως λιγότερο στις ταινίες του λεγόμενου σπουδαστικού τμήματος, ενώ το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει, στη χώρα μας, το τόσο ενδιαφέρον αυτό κινηματογραφικό είδος, αντιπροσωπεύεται από τέσσερες αρκετά αξιόλογες ταινίες.

Δεν είναι, μάλιστα, για τους λόγους, ακριβώς, που προαναφεραμε, καθόλου τυχαίο ή συμπτωματικό το γεγονός ότι αρκετές ελληνικές ταινίες μικρού μήκους επιλέγονται, τα τελευταία χρόνια, από μεγάλα ευρωπαϊκά κυρίως Φεστιβάλ και μερικές από αυτές αποσπούν βραβεία και διακρίσεις. Φαίνεται ότι και στον κινηματογράφο, και ειδικότερα στις ταινίες μικρού μήκους, όπως και στις άλλες τέχνες, παρ' όλες τις διαφορές, που έχουν να κάνουν με τον οικονομικό τομέα (παραγωγή, διανομή, διαφήμιση κ.λπ.), είναι και εδώ πρώτα απ' όλα «ζήτημα ψυχής» και ενθουσιασμού: να έχει αποκρυσταλλώσει, δηλαδή, ο νέος κινηματογραφιστής, μέσα του, κάτι το ουσιαστικό και να θέλει, πάση θυσία, να το πει, και αυτό να τον πιέζει και να τον οδηγεί τελικά στο να το εκφράσει δημιουργικά, με όσα μέσα κι αν διαθέτει.

Αυτό, βέβαια, καθόλου δε σημαίνει, ότι θα πρέπει να στερούμε από τους νέους, που επιθυμούν να σπουδάσουν την τέχνη του κινηματογράφου, τη δυνατότητα να το κάνουν στον τόπο τους, αλλά, αντιθέτως, πρέπει να τονίσουμε ότι είναι αναγκαίο να τους παρέχονται δωρεάν όλες οι απαιτούμενες κι απαραίτητες γνώσεις, σε μια σύγχρονη Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου, άξια αυτής της ονομασίας, που, κάθε σχεδόν χρόνο, εδώ και εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια, όλοι οι κινηματογραφικοί φορείς, οι κλάδοι και τα συνδικάτα διεκδικούν και επιδιώκουν τη δημιουργία της, και μέχρι σήμερα, αναβάλλεται πάντα για πιο ύστερα. Πρέπει μάλιστα να επισημάνουμε το γεγονός ότι και εφέτος ξαναμπήκε το ίδιο θέμα, σε μιαν αρκετά ενδιαφέρουσα διημερίδα, που οργάνωσε ο Φώτος Λαμπρινός. Ας ελπίσουμε ότι κάτι το ουσιαστικό, ιδίως σε σωστή βάση και με τις κατάλληλες προδιαγραφές, καθώς και με τα σύγχρονα απαραίτητα "ανοίγματα", θα μπορούσε να γίνει, αυτή τη φορά, γιατί, τί θα σήμαινε και τί θα μπορούσε να προσφέρει σήμερα μια κρατική σχολή κινηματογράφου, που θα λειτουργούσε με τις ήδη υπάρχουσες συμβάσεις και τα διάφορα παρωχημένα και ξεπερασμένα πρότυπα. Και δεν είναι μονάχα μια σύγχρονων προδιαγραφών Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου που δεν υπάρχει ακόμη στην Ελλάδα του 2000, πρέπει ακόμη να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι, παρά τις εξαιρετικές προσπάθειες ανθρώπων σαν τον Θόδωρο Αδαμόπουλο, τον διευθυντή της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, ο νέος σπουδαστής, που φοιτά στις υπάρχουσες ιδιωτικές κινηματογραφικές σχολές, δεν έχει πραγματικά τη δυνατότητα να μελετήσει, με δημιουργικό τρόπο την ιστορία της τέχνης του κινηματογράφου και να αφομοιώσει αποδοτικά τους κώδικες της κινηματογραφικής γλώσσας και σύνταξης, όσο και αν στην πιο πρόσφατη περίοδο, με τα διάφορα αφιερώματα, τις ρετροσπεκτίβες και τη διάθεση σε βίντεο διαφόρων σπάνιων ταινιών, τα πράγματα έχουν αρκετά βελτιωθεί.

΄Ολα αυτά, πάντως, που προαναφέραμε, οδήγησαν, στις προηγούμενες δεκαετίες, όπως αυτό συνέβη και στους άλλους καλλιτεχνικούς κλάδους, σε μια μόνιμη ή προσωρινή ή "κατά διαστήματα" κινηματογραφική διασπορά. Κι αυτό είχε ως ένα θετικό αποτέλεσμα, ανάμεσα, βέβαια, και σε ορισμένα άλλα αυτονόητα αρνητικά, να διαθέτουμε, σήμερα, πολλούς και αξιόλογους νέους κινηματογραφιστές και τεχνικούς, που φοίτησαν ή φοιτούν σε σχολές του εξωτερικού και καταφέρνουν να γυρίζουν ενδιαφέρουσες ταινίες, είτε στις χώρες όπου βρίσκονται, είτε στην Ελλάδα.

Σε τελευταία ανάλυση, η κινηματογραφική γνώση και πείρα, μπορούμε να πούμε ότι σχετίζονται περισσότερο με την προσωπική αγωνιώδη αισθητική αναζήτηση και προσπάθεια, με τον ενθουσιασμό και την εσωτερικότητα (την «ψυχούλα» όπως την αποκαλούμε, με ιδιαίτερη τρυφερότητα, στα ελληνικά), παρά με τις όποιες συμβατικές σπουδές. ΄Ετσι, πολλοί απ' τους σκηνοθέτες και τους τεχνικούς του εσωτερικού κατάφεραν να αποκτήσουν, μέσα από την προσωπική και ατομική τους προσπάθεια, αξιοθαύμαστες σκηνοθετικές και τεχνικές ικανότητες, που γίνονται αισθητές και φανερές σε πολλές ήδη από τις ταινίες μικρού μήκους που βλέπουμε, στο Φεστιβάλ της Δράμας.

Θα πρέπει μάλιστα να σημειώσω, εδώ, ότι ένας «φιλικός συναγωνισμός» ανάμεσα στους «μέσα» και στους «έξω», που άρχισε να υπάρχει ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, δημιούργησε μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα καλλιτεχνικής ευφορίας, που ανεβάζει και εντείνει κάθε ανακάλυψη σπουδαίων ταινιών από τους μεν και τους δε, και νεανικής συντροφικής συνύπαρξης και αλληλεγγύης, που γιορτάζεται, κάθε χρόνο στο Φεστιβάλ της Δράμας. Σιγά-σιγά, στο πέρασμα των χρόνων, μάλιστα, τα υψηλά, από όλες τις τάσεις και τις πλευρές, αισθητικά επιτεύγματα τείνουν να καταργήσουν τη σημασία αυτού του ταξινομικής φύσης διαχωρισμού. ΄Οπως και στις άλλες τέχνες, έτσι και στον κινηματογράφο μικρού μήκους, η αισθητική πραγμάτωση και η κατάκτηση ενός προσωπικού ύφους εξαρτώνται περισσότερο, φαίνεται, από διάφορες εσωτερικές παράμετρους και απ' τον προσωπικό βαθμό ωριμότητας των νέων σκηνοθετών, σε συνδυασμό και με τις σημαίνουσες αντικειμενικές κοινωνικές και πολιτικές, βέβαια, συγκυρίες – παρά από τα υψηλά επίπεδα μιας τεχνικίστικης (ή και τεχνικής, στις καλύτερες περιπτώσεις) εκπαίδευσης ή από τον πέρα από τη λειτουργική επάρκεια πλούτο της παραγωγής ή από την υλική και τεχνική υποδομή της, που σίγουρα παρέχονται, σε μεγαλύτερο βαθμό, από τις υπάρχουσες σχολές και τους κινηματογραφικούς φορείς και μηχανισμούς του εξωτερικού. Και όταν λέω «υλική και τεχνική υποδομή», δεν εννοώ μονάχα τον τεχνικό εξοπλισμό και τους διάφορους τεχνικούς τομείς, που ασχολούνται και λύνουν, με δημιουργικό τρόπο, σε στενή συνεργασία με το σκηνοθέτη, τα διάφορα τεχνικά προβλήματα, αλλά, επίσης, τη διεύθυνση παραγωγής, την καλλιτεχνική επιμέλεια και τη διεύθυνση των ηθοποιών. Και σ’ αυτούς τους τομείς, παρατηρούμε ότι έχουν γίνει, πρόσφατα, αποφασιστικής σπουδαιότητας πρόοδοι, έχει ανέβει, κατά πολύ, όπως λένε, ο πήχυς.

Οι διάφορες όψεις της πραγματικότητας της ελληνικής κοινωνίας και ζωής, σε αυτή την πρόσφατη περίοδο της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης βλέπονται, μερικές φορές, μέσα σε μιαν παραβολική, αφαιρετική ή ποιητική προοπτική, ξεπερνώντας έτσι τη «δημοσιογραφική» ή τη «φωτογραφική» σ’ ένα πρώτο βαθμό αναπαραγωγή και αναπαράσταση πράξεων και δρώμενων, που συναντάμε, τόσο συχνά, στις άλλες τέχνες, όπως π.χ. στα διάφορα πεζά, μικρά μπεστ-σέλερ της δεκαετίας του 1980 και του 1990. Οι διάφοροι τεχνικοί τομείς της παραγωγής των ταινιών μικρού μήκους – φωτογραφία, ήχος, καλλιτεχνική διεύθυνση, μουσική κ.λπ. – αρμονίζονται οργανικά, πολύ περισσότερο απ’ όσο στο παρελθόν, με το γενικότερο αισθητικό σχεδιασμό και χειρισμό του σκηνοθέτη. Δεν αποτελούν, δηλαδή, πια, ολότελα αυτόνομους και αυτάρκεις δημιουργικούς τομείς, αλλά «συνεργάζονται» για να ολοκληρώσουν την ταινία σαν έργο όλων των συντελεστών και όχι μονάχα του σκηνοθέτη. Επίσης, αν διαχωρίζαμε, ως ένα σύνολο, τον ευρωπαϊκό από τον αμερικάνικο κινηματογράφο, έχω την αίσθηση, που επιβεβαιώνεται όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, ότι, σ’ ένα αρκετα μεγάλο ποσοστό, οι έλληνες κινηματογραφιστές ταινίων μικρού μήκους αντλούν ερεθίσματα – όπως είναι άλλωστε φυσικό και λειτουργικό – περισσότερο από τον ευρωπαϊκό παρά από τον αμερικάνικο κινηματογράφο, με την εξαίρεση, βέβαια, ορισμένων ταινιών που ακολουθούν ένα συμβατικό παγκοσμιοποιημένο τηλεοπτικό πρότυπο.

Η Ελλάδα, το έχω αναφέρει και σε άλλα κείμενά μου, από τη γεωγραφική και την πολιτισμική της θέση είναι μια γέφυρα ανάμεσα σε τρεις ηπείρους : Ευρώπη, Ασία και Αφρική, και όχι μονάχα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Παρουσιάζει, επίσης, σ’ όλα τα στάδια της ιστορίας της, ορισμένες άλλες ιδιομορφίες (: χώρα με λαό ταξιδευτή, θαλασσινό, ικανό στο εμπόριο, τη ναυτιλία και τις ανταλλαγές) που την οδηγούν στο να είναι περισσότερο «ανοιχτή» από ό,τι άλλες χώρες της Ευρώπης σε ανατολικά, αλλά και σε νότια αφρικανικά στοιχεία. Η πολιτισμική μας ταυτότητα – που την έχουμε και δεν είναι ανάγκη να την αναζητούμε και να την διεκδικούμε, κάθε τόσο, σαν να μας την έχουν κλέψει – σημαδεύεται από τη συνισταμένη όλων αυτών των πολιτισμικών προσμείξεων και παράλληλα, από τις ποικίλες μετατροπές που υφίστανται μέσα από τα πολλαπλά πολιτισμικά φίλτρα που διαθέτουμε (στην έντονη, δηλαδή, διαπολιτισμικότητα, που χαρακτηρίζει τον ελληνικό πολιτισμό). ΄Οχι μονάχα το μακρυνό ή και το κοντινό παρελθόν μας, αλλά, και παρόλες τις αντίθετες ενδείξεις, διαισθάνομαι, και το παρόν μας και ίσως το μέλλον μας δεν παύουν και δεν θα πάψουν να εξαρτώνται από τον αισθητικό πλούτο μιας χώρας ανατολικομεσογειακής, που μπορεί να αφομοιώνει, κατανοώντας τα σε βάθος, αλλά και να δίνει και σε άλλους, στοιχεία που προέρχονται από αυτές τις τρείς σημαντικές από πολιτισμική άποψη «ολότητες».

Γι' αυτό το λόγο και ο κινηματογράφος μας, όσες φορές καταφέρνει να εκφράσει, με δημιουργικό τρόπο, αυτή την πολιτισμική διάσταση και «διάθεση» – ιδίως, με μεσογειακή ταπεινοσύνη – πετυχαίνει και δίνει πρωτότυπα και μερικές φορές αρχετυπικά, μέσα στην απλότητα ή στην πολυπλοκότητά τους έργα.

Κι αυτά, στην εποχή, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, που τα φαινόμενα της ανεργίας και της καινούργιας φτώχιας σπρώχνουν ορισμένους από τους νέους κινηματογραφιστες και τεχνικούς, όπως, άλλωστε, και πολλούς άλλους καλλιτέχνες, για να κερδίσουν το ψωμί τους, να δουλέψουν στη διαφήμιση ή σε κακοπληρωμένες παραπλήσιες δουλειές ή σε στερεοτυπές, συμβατικές εργασίες στα διάφορα ιδιωτικά κυρίως τηλεοπτικά κανάλια, ενώ χιλιάδες ανθρώποι μεταναστεύουν μαζικά και πολλές φορές «παράνομα» στις πιο πλούσιες χώρες και ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός κατακερματίζει πρώην ανεξάρτητες χώρες, βομβαρδίζει τ’ άμαχα πλήθη και τα πολιτιστικά μνημεία κι οι θρησκευτικοί ή οι εθνικιστικοί δογματισμοί υποθάλπουν και τροφοδοτούν τις νέες μορφές της τρομοκρατίας που έχει χιλιάδες αθώα θύματα.

Τα τελευταία χρόνια, για να αναφέρουμε κι ένα ακόμη αρνητικό φαινόμενο, παράλληλα με τη γενικότερη άνοδο του επιπέδου των ταινιών μικρού μήκους που διαπιστώσαμε, γίνεται άμεσα ορατή και έκδηλη, κυρίως σε μια σειρά ταινίων μεγάλου μήκους, η επίδραση που ασκούν διάφορα τηλεοπτικού τύπου πρότυπα πάνω σε μερικούς νέους σκηνοθέτες. Αυτή η τάση – το διαπιστώσαμε τα τελευταία χρόνια, το διαπιστώνουμε κι εφέτος – φαίνεται ότι επηρεάζει δυστυχώς κι ορισμένους σκηνοθέτες ταινιών μικρού μήκους.

Και για να έρθουμε στις φετεινές ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος, αξίζει πρώτα απ' όλα να σημειώσουμε, με ικανοποίηση, το γεγονός ότι, παρ' όλες τις αυξημένες δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας, το ντοκιμαντέρ, και ιδιαίτερα το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, το μεγάλης σπουδαιότητας κινηματογραφικό αυτό είδος, τόσο σε σχέση με την παραγωγή, τη διανομή του κ.λπ., είδαμε στο φετεινό 25ο Φεστιβάλ της Δράμας τέσσερα κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, από τα οποία τρία παρουσιάζουν ένα πραγματικό κινηματογραφικό ενδιαφέρον:

Αποτέλεσμα θαυμασμού και αγάπης για τη μεγάλη τραγουδίστρια Φλέρυ Νταντωνάκη, αλλά και έρευνας, που έφερε στο φως κι αξιοποίησε, με λιτό κινηματογραφικό τρόπο, σχετικά σπάνια ηχητικά και τηλεοπτικά ντοκουμέντα, αλλά και καταγραφής σπουδαίων μαρτυριών για την τέχνη και την ζωή της, αποτελεί το ντοκιμαντέρ του Αντώνη Μποσκοΐτη, Φλέρυ - Η τρελή του φεγγαριού. Ορισμένες λίγο γνωστές συγκλονιστικές ερμηνείες της εκρηκτικής καλλιτέχνιδας, που καταγράφηκαν, επιλεγμένες, με διακριτικότητα, μαρτυρίες για την ζωή της που είχε δώσει η ίδια, ή διάφορες άλλες που έγιναν πρόσφατα από συνθέτες και συναδέλφους της, όπως η Βένα Βενετσάνου, που μιλά γι' αυτήν, με ουσιαστικό ποιητικό τρόπο, η Δήμητρα Γαλάνη ή η Μαρίζα Κωχ, μονταρισμένες με σκηνοθετική και συντακτική επινοητικότητα.

Κινηματογραφική αποσπασματική προσωπογραφία της μεγάλης κουβανέζας τραγουδίστριας, Μαργαρίτα Ντιάζ Γκονζάλεζ, με την πολυτάραχη ζωή και μια διεθνή καριέρα, αλλά, δυστυχώς, με ελάχιστες ηχογραφήσεις, το ντοκιμαντέρ της Εύης Καραμπάτσου, Margot, παρουσιάζει το πλεονέκτημα να μην αρκείται σε μιαν απλή καταγραφή της βιωματικής μαρτυρίας της ογδονταεπτάχρονης καλλιτέχνιδας ή διαφόρων άλλων προσώπων που την γνώρισαν, αλλά να διερευνά, με κινηματογραφική ευλυγισία, το χωροχρονικό καθημερινό πλαίσιο, που μέσα του ζει η δημοφιλής άλλοτε αοιδός. Η έλλειψη κινηματογραφικών και ηχητικών ντοκουμέντων - π.χ. από την τετράχρονη παραμονή της στην Ελλάδα, απο την οποία δε βρέθηκε παρά μια μονάχα αφίσα - και η αποσπασματικότητα της προσωπογραφίας ξεπερνιώνται, μερικά τουλάχιστον, από τη βιωματική ποιότητα των μαρτυριών, κυρίως της ίδιας, και από αυτήν την τόσο κινηματογραφική χωροχρονική διερεύνηση.

Ως μια συγχρονή έκφραση και εξέλιξη του άμεσου κινηματογράφου (cinema direct) των χρόνων του 1960, το ντοκιμαντέρ της Μαρίας Γιαννούλη Αθηνάς 12:00 διαθέτει κινηματογραφική ροϊκότητα και ευελιξία, ενώ η σκηνοθέτιδα έχει την ικανότητα να διακρίνει και να επισημαίνει το σημαντικό, μέσα στην ίδια τη χαώδη, "τετριμμένη" πραγματικότητα. Το ντοκιμαντέρ, όμως, αυτό μοιάζει ανολοκλήρωτο, από τη στιγμή που λείπει ο λόγος και μια πάρα πέρα - βαθύτερη - προσέγγιση των δύο προσώπων.

Το σπουδαστικό τμήμα ήταν φέτος, όπως είπαμε και προηγουμένως, αρκετά ενδιαφέρον, με αρκετές ικανοποιητικές ταινίες. Αναμεσά τους ξεχώρισαν:

Εσωτερικό σπιτιού με γυναίκα που καθαρίζει μήλα (λεπτομέρειες) του ΄Εκτορα Λυγίζου, μία από τις πιο πρωτότυπες από θεματική, αλλά και αισθητική άποψη ταινία, που - παρά κάποιες μικρές ατέλειες - καταφέρνει να επισημάνει με σκηνοθετική επινοητικότητα, με αποσπασματικό και ελλειπτικό τρόπο, στοιχεία της βαθύτερης ψυχοπαθολογίας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, τη διάχυτη και ανεξέλεγχτη καθημερινή βία, διάφορες ξενοφοβικές συμπεριφορές κ.λπ. Καλά μελετημένη και πρωτότυπη κινηματογράφιση, με ιδιότυπες γωνίες λήψης, "νευρικό" μοντάζ, διάφορα ενδιαφέροντα σεναριακά και σκηνοθετικά ευρήματα δίνουν στην ταινία αυτή το μοναδικό "αγχωμένο" της τόνο και ρυθμό.

Στην κάπως σχηματική, αλλά καλά γυρισμένη και μονταρισμένη ταινία Τα γενέθλια της Λουσίλ η κινηματογραφίστρια Αδαμαντία Αρβανίτη κλιμακώνει κινηματογραφικά τη σύγκρουση ενός σύγχρονου ζευγαριού, με ειρωνεία και ένα ιδιαίτερο "νεοφεμινιστικό" χιούμορ. Είναι η γυναίκα, εδώ, που για μια φορά, παίρνει τα πράγματα στα χέρια της και καθορίζει τους "ανατρεπτικούς" κανόνες του παιχνιδιού και ο άνδρας, που τον φυλάκισε στο ασανσέρ, είναι υποχρεωμένος να τους ύφισταται. Αντίστροφα, στην ταινία Τελετή λήξης του Παναγιώτη Φωτίου, είναι ο άνδρας, που προετοιμάζει ένα "θεαματικό" τέλος στη σχέση του με μια πρώην φιλενάδα του. Δεν απουσιάζει κι εδώ μια κάποια ειρωνεία και ένας αυτοσαρκαστικός τόνος και ο σκηνοθέτης δείχνει να κατέχει, σε γενικές γραμμές, τα εκφραστικά του μέσα, κάνει κυρίαρχα, όμως, τόσο στο σενάριο, όσο και στους σκηνοθετικούς χειρισμούς του και τελικά στην ίδια την ταινία κάποια κραυγαλέα και υπερβολικά ρητορικά στοιχεία, που, αντί να βοηθούν υπονομεύουν την ιδιαίτερη ποιητική της.

Κάποιο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι ταινίες: Dreams of clay του Χρήστου Γόδα, Μη με ξεχνάς του Σωτήρη Σταμάτη και ΄Ενα τσιγάρο δρόμος των Θανάση Παγώνη και Σπύρου Αλειφερόπουλου.

Σε σχέση με τα τελευταία χρόνια, παρατηρήσαμε, φέτος, μια μικρή πτώση στο επίπεδο των ταινιών μυθοπλασίας, παρά τη σχεδόν γενική τεχνική - και σ' όλους τους τομείς - αρτιότητα τους. Δεν έλειψαν, ωστόσο, οι ενδιαφέρουσες και, σ' ορισμένες περιπτώσεις, οι πρωτότυπες και αξιόλογες ταινίες:

Σαν παράδειγμα του Πάνου Αρούκατου είναι μια από τις πιο πρωτότυπες κινηματογραφικά ταινίες του φετεινού Φεστιβάλ, με ιδιαίτερους και σχεδόν "πυρετικούς" κινηματογραφικούς ρυθμούς, που αποκτούν, στη πολύ σύντομη διάρκεια της ταινίας, όλο και πιο μεγάλη ένταση. Αρχίζοντας με το θέμα-μοτίβο της (αν)επικοινωνίας, των καθημερινών εμμονών και της φοβίας, αποκτά στην εξέλιξη μια ποιητική πυκνότητα κι ελευθερία, που βασίζεται περισσότερο στους σκηνοθετικούς χειρισμούς και λιγότερο στα διάφορα άλλα στοιχεία, που παρουσιάζονται όλα σε ένα ελάχιστο βαθμό: λόγος, χειρονομίες, συγκρούσεις γύρω από ένα τηλέφωνο - τηλεφώνημα.

Το ταμένο της Μάρσας Μακρή, ταινία, με πολύ καλή φωτογραφία (Δημήτρης Θεοδωρόπουλος) και λειτουργικό μοντάζ (Τάκης Κουμουνδούρος) και ιδίως μια εμπειρη,αλλά και φρέσκια κινηματογραφική ματιά πάνω στη φύση, που αφηγείται τον τρόπο που εκτελεί ένα θέλημα που του αναθέτουν ένα ταμένο αλογεροπαίδι,ξεστρατίζοντας συνέχεια απ'τον δρόμο του, συναντώντας και προσεγγίζοντας, στο μυητικό, τελικά, ταξίδι του της μιας μέρας, όσα θα έπρεπε να αποφύγει. Επιστρέφοντας, μοιάζει να είναι πιο ώριμος… ΄Εχω την αίσθηση ότι η οπωσδήποτε αξιόλογη αυτή ταινία θα κέρδιζε αν η σκηνοθέτιδα επέμενε περισσότερο πάνω στα ποιητικά, αρχαϊκά, αρχέγονα και αρχετυπικά στοιχεία της μυητικής, παρεκκλίνουσας πορείας του ήρωα της.

Βροχή του Σύλλα Τζουμέρκα, που είχε ξεχωρίσει στο περσινό Φεστιβάλ της Δράμας με την ιδιότυπη αισθητικά και προσωπική σπουδαστική ταινία του "Τα Μάτια που Τρώνε", με την πρωτότυπη κινηματογράφιση και το μοντάζ. Στη φετεινή του ταινία, ο νέος κινηματογραφιστής επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη κινηματογραφική ποιητική του, με μια μερικά επιτυχημένη καινούργια του προσπάθεια. Κι ενώ από σκηνοθετική, αλλά και τεχνική άποψη, σε αντίθεση με το επίτηδες, αλλά και άστοχα σκοτεινό και αντιφατικό σενάριο, το τωρινό εγχείρημά του κερδίζει σε σαφήνεια και καθαρότητα - και ίσως στο βάθος εξαιτίας αυτού του γεγονότος - ο Τζουμέρκας φαίνεται να νοιώθει ότι προδίδεται η ιδιαίτερη αισθητική του, που στηρίζονταν σε μια πιο άμεση, "βίαιη" και ακάθαρτη φωτογραφία, με έναν πιο αυθόρμητο, χειρονομιακό σκηνοθετικό και τεχνικό σχεδιασμό και χειρισμό.

Πέρα από τις φράουλες του Ανέστη Χαραλαμπίδη, που ξεχώρισε, τα τελευταία χρόνια, με τις προηγούμενες ταινίες του, που παρουσιάσθηκαν στο Φεστιβάλ της Δράμας, "Ο κάτοικος της πόλης Ν." (1995) και ιδίως "Να μη σας ξεφύγει ο δολοφόνος" (1999), για τις σημαντικές σκηνοθετικές του αρετές. Τη φετεινή του ταινία, που κι αυτή αποτελεί μια μερική επιτυχία, χαρακτηρίζει ένα ποιητικά αφαιρετικό και υπερβολικά ίσως ελλειπτικό ύφος, μια εκφραστική φωτογραφία. Μοιάζει σαν ένα μικρό μουσικό έργο παύσεων και σιωπών, όπου δύο ανθρώπινες υπάρξεις, μέσα σ' ένα τοπίο, ναρκοθετημένο από την παράλογη εμφυλιακή βία, ανάμεσα σε ζωή και σε θάνατο - πέρα από τις φράουλες - δεν καταφέρνουν, στη σύντομη τους συνάντηση, στη διαδρομή ενός τρένου, να αρθρώσουν έναν ανθρώπινο λόγο και να επικοινωνήσουν.

Σημαντικός, πάντως, πιστεύω ότι είναι ο ρόλος που παίζει το Φεστιβάλ της Δράμας, που διαθέτει σήμερα δύο αίθουσες προβολών κι ένα πεπειραμένο επιτελείο συνεργατών, κυρίως με την επιτυχημένη συνύπαρξη του Εθνικού Φεστιβάλ με το Διεθνές, στην προώθηση και τη γενικότερη στήριξη, καθώς και τελικά, τουλαχιστον έμμεσα, στην ίδια τη δημιουργία της ταινίας μικρού μήκους στη χώρα μας και στην άνοδο του καλλιτεχνικού και αισθητικού επιπέδου των ταινιών που διαπιστώνουμε όλα αυτά τα χρόνια. Το Διεθνές Φεστιβάλ της Δράμας, που δημιουργήθηκε το 1995 και διεξάγεται έκτοτε με επιτυχία, παράλληλα με το Εθνικό, το έχουμε ήδη αναφέρει, προσφέρει, επίσης, την ευκαιρία στους νέους έλληνες σκηνοθέτες να δουν ταινίες από πάρα πολλές χώρες του κόσμου και να κάνουν τις συγκρίσεις τους, να διαπιστώσουν, δηλαδή, τις αντιστοιχίες και τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις άλλες ταινίες και τη δική τους, να κατανοήσουν, καλύτερα, μέσα από την ποικιλία και τον πλούτο των διαφορετικών περιπτώσεων, το μεγάλο πολιτιστικό άνοιγμα, για το οποίο «αγωνίζεται» ο κινηματογράφος, ως μία από τις παγκόσμιες και διεθνείς γλώσσες.