Ιστορικές αναφορές

Αποτίμηση των ταινιών του Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας, 2004

27ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ

10ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ

ΔΡΑΜΑ 19-25 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2004

ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ: ΟΙ GRAND   TEMOIN ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟ

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε σήμερα Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου η διαδικασία αποτίμησης του Διεθνούς και Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος από τους Grand Temoin της 27ης και 10ης διοργάνωσης.

Δύο άνθρωποι που τιμούν το Φεστιβάλ με την παρουσία τους, δύο άνθρωποι που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή Αντώνη Παπαδόπουλου να δώσουν τη δική τους, ιδιαίτερη, ευαίσθητη ματιά –αυτή του κριτικού κινηματογράφου και διανοούμενου- στις φετινές προτάσεις της Ελληνικής και Διεθνούς μικρού μήκους κινηματογραφίας.

  • Grand   Temoin του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος είναι στη φετινή διοργάνωση, η Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πατρών, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου Χρυσάνθη Σωτηροπούλου.
  • Grand   Temoin του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος είναι στη φετινή διοργάνωση ο συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου Τάσος Γουδέλης.

Η στιγμή της αποτίμησης είναι ίσως μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της διοργάνωσης: Κάδρα δημιουργών σενάρια και διαπραγματεύσεις από τη ζωή και τη φαντασία των δημιουργών στη μεγάλη οθόνη, όλα ξεδιπλώνονται εύστοχα και ουσιαστικά μέσα από τις αποτιμήσεις των ανθρώπων των τεχνών και των γραμμάτων.

Τη φετινή συνάντηση τίμησαν με την παρουσία τους:

  • Ο υφυπουργός Πολιτισμού Πέτρος Τατούλης, ο οποίος στον σύντομο χαιρετισμό του εξέφρασε τη χαρά του να συμμετέχει σε μια φεστιβαλική εκδήλωση. «Η παρουσία μου εδώ», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τατούλης, «δηλώνει την αμέριστη στήριξή μου σε μια προσπάθεια 27 ετών».
  • Ο Βουλευτής Ν.Δ. και πρώην Δήμαρχος Μαργαρίτης Τζίμας
  • Ο Δήμαρχος Δράμας και Πρόεδρος του Δ.Σ. του Φεστιβάλ Θωμάς Μαργαρίτης.

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Σχόλια για τις ταινίες του Ελληνικού τμήματος

Σπουδαστικό

Δεν θα σταθώ σε λεπτομέρειες, καθώς ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των ταινιών είναι ότι αποτελούν συλλογικές δημιουργίες, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Με αυτή την έννοια υπάρχουν αλληλοεπιρροές και αλλαγές ρόλων σε καλλιτεχνικό ή τεχνικό επίπεδο. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει είναι η έλλειψη πολυφωνίας σε σεναριακό επίπεδο. Η αφήγηση, ακόμα και όταν καταφεύγει στη χρήση νέων τεχνολογιών ή λιγότερο κλασικών μεθόδων, το κάνει επιδερμικά, χωρίς να εντάσσεται στην επιβεβλημένη ανάγκη νοηματικής εξέλιξης της αφηγούμενης ιστορίας. Η πρόσληψη από τον θεατή είναι μεν άμεση και απλή, χωρίς ωστόσο την αντίστοιχη αισθητική απόλαυση που θα έπρεπε να απορρέει από την εικαστική σύνθεση των σκηνικών, την ερμηνεία των ηθοποιών, την επιλογή των χώρων και την ανέλιξη της δράσης, διότι σε όλα τα προαναφερθέντα δεν υπάρχει τόλμη, πειραματισμός και πρωτοτυπία. Η κυρίαρχη θεματική, που στατιστικά αναδείχθηκε από τη φετινή παραγωγή, εμφορείται από την ανάγκη των πρωταγωνιστών να γίνουν αποδεκτοί από τον Άλλο, μέσα από την ερωτική καταξίωσή τους. Η φαντασίωση που οδηγεί σε λεκτική ή ονειρική επιβεβαίωση της επιθυμίας, φετιχοποιεί την έννοια μοναξιά, μέσα στις τρέχουσες εύθραυστες σχέσεις. Ένα άλλο σύνδρομο ανασφάλειας των πρωταγωνιστών, αναλόγου εντάσεως, είναι ό,τι χαρακτηρίζει τις σχέσεις τους με τον φίλο ή τους φίλους. Το αίτημα περί αμοιβαίας σταθερότητας, αμφισβητείται διαρκώς, δραματοποιώντας τις καταστάσεις και τις συμπεριφορές όλων των εμπλεκομένων προσώπων γύρω από τα οποία περιφέρεται ο φακός. Ωστόσο, δραματουργικά, η απελπισία αυτών των νεανικών μορφών στέκει μετέωρη, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση.

Παρά τον λεκτικό ερωτισμό, η φιλμική αποτύπωσή του, είναι όχι μόνο ισχνή και μέτρια αλλά και πεπαλαιωμένη, αναφορικά με τη σωματικότητα, και την ανάδειξη του γυναικείου κορμιού ή της ομοφυλοφιλίας στις σωστές διαστάσεις. Ακόμα και η αποτύπωση της απλής ανδρικής φιλίας καθίσταται προβληματική. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ότι η ταινία της Σοφίας Λιαροπούλου «Μακριά από τη θάλασσα», δημιουργεί εξ αρχής μια ατμόσφαιρα που δικαιολογεί τη μετέπειτα εξέλιξη του σεναρίου.

Έλληνες του Κόσμου

Για μένα το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει διπλή σημασία: αφενός μεν παραπέμπει σε έναν κοσμοπολιτισμό, που ποτέ δεν έλειψε από την ελληνική ιστορία, καθώς ο Ελληνισμός ήταν πάντα απλωμένος σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, αφετέρου δε αναδεικνύει ένα ενδιαφέρον πολιτιστικό αμάλγαμα, όπου η μείξη στοιχείων άλλων λαών και τόπων εμπλουτίζει τη θεματική και αισθητική κατάθεση των δημιουργών. Ειδικά στην τέχνη, η οποία ασφυκτιά στους εγκλεισμούς και ανθεί στις πάσης φύσεως συνάφειες με άλλες ιδέες, φόρμες και αντιλήψεις, το πάντρεμα προσφέρει πάντα ευρύτητα θεμάτων και αισθητικές υπερβάσεις. Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ τύχη για το Φεστιβάλ Δράμας και το Ελληνικό Τμήμα του, την παρουσία όλων αυτών των αιτιών. Εγώ, πάντως, δεν θα τις ξεχώριζε σε διαφορετικό τμήμα και δεν θα τις αποτιμούσα με υλικοτεχνικά κριτήρια, τα οποία, έτσι κι αλλιώς, τα θεωρώ δευτερεύοντα στην τελική κρίση ενός καλλιτεχνικού προϊόντος. Βεβαίως, δεν θεωρώ άχρηστη μια συζήτηση στο γιατί υφίσταται τόση διαφορά στις θεματικές και το ύφος, στη συγκρότηση του υλικού και στην επεξεργασία της αρχικής ιδέας, μεταξύ Ελλήνων της διασποράς και της ημεδαπής. Όπως, δεν θεωρώ πρέπον να κρυβόμαστε πίσω από την πραγματικότητα της ουσιαστικής έλλειψης κινηματογραφικής παιδείας στον ελληνικό χώρο. Εκεί εστιάζεται η διαφορά και όχι στα χρήματα, τον τρόπο παραγωγής, ή ακόμα και την αξία των διαγωνιζομένων. Όπως, επίσης, θα πρέπει να σταθούμε και στην αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να εντάξει στην εδώ παραγωγική διαδικασία αυτά τα παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό. Σημασία όμως έχει ότι υπάρχουν και θα ήταν ευχής έργο η παρουσία τους να γίνει αφορμή για ανάπτυξη περαιτέρω συνεργασιών.

Δύο γενικές παρατηρήσεις, πριν περάσουμε σε ειδικότερες επισημάνσεις.

Το κυρίαρχο θέμα εδώ, όπως άλλωστε και στο παγκόσμιο σινεμά, είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και τα αδιέξοδα που δημιουργούνται στα άτομα από έναν κοινωνικό περιβάλλον σκληρό, ανταγωνιστικό και πολλές φορές απρόσωπο. Οι στάσεις και οι συμπεριφορές των ερωτικών συντρόφων, η ζωή στη μεγαλούπολη, οι δεσμοί μέσα στην οικογένεια, οι επαγγελματικές δοσοληψίες, οι προσωπικές σχέσεις κλπ είναι αυτά που απασχολούν τους ήρωες. Η διαφορά των ταινιών αυτών με τις ταινίες του Σπουδαστικού Τμήματος είναι ότι όλα αυτά διαμορφώνονται όχι ερήμην των πρωταγωνιστών αλλά μέσα στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο. Εδώ τα άτομα δεν βιώνουν τη μοναξιά τους ξεκομμένα από το κοινωνικό περιβάλλον τους, αλλά ενταγμένα σε μεγαλουπόλεις, όπως η Ν. Υόρκη, το Λονδίνο, η Πράγα. Οι χώροι, άλλοτε με τον γιγαντισμό τους και άλλοτε με τις ανθρώπινες διαστάσεις τους όχι απλώς συμβάλλουν, αλλά είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τη δράση. Η μικρή μετανάστρια που περιφέρεται στο Λονδίνο στο «Non-People» και ο μαθηματικός στη Ν. Υόρκη στο «Maat» της Μαρκοπούλου, υφίστανται τα προσωπικά αδιέξοδα, ως κομμάτια μιας γενικότερης κοινωνικής κατάστασης, που τους επηρεάζει αλλά και μετριάζει την αίσθηση του αποκλειστικού πάσχοντος προσώπου.

Η άλλη παρατήρηση, αφορά τον τρόπο αφήγησης. Εδώ υπάρχει μια πολυμορφία, σαφώς διαμορφωμένη από το πολιτιστικό και αισθητικό περιβάλλον κάθε τόπου ή και σχολής. Αυτή εναλλαγή ύφους, μεθόδων και αφηγηματικής προσέγγισης προσδίδει μια ζωντάνια μοναδική.

Η διγλωσσία στη «Μόνα Λίζα» του Σωτήρη Δουνούκου, η υπαινικτικότητα στις «Ιρίδες» της Αμαλίας Γιαννίκου, η υπέρβαση του ορατού στο «Σαν ψίθυρο» της Ελίνας Φέσσα, η απομυθοποίηση του φιλμ νουάρ στις «Φαντασιώσεις» του Νίκου Καίσαρη, αλλά και φρεσκάδα της ταινίας «Μια Μικρή Ευκαιρία», της Ευτέρπης Χαραλαμπίδη, σε συνδυασμό με την εικαστική δουλειά -κυρίως στη «Σκιά» του Παναγιώτη Σιμόπουλου- είναι στοιχεία μιας πολύμορφης, πολυεπίπεδης άρα και ενδιαφέρουσας φιλμικής πραγματικότητας.

Θα ήθελα να σταθώ για λίγο σε δύο πολύ ελπιδοφόρες παρουσίες:

Πρόκειται για τον «Ρυθμιστή» του Φίλιππα Γραμματικόπουλου και τον «Λυτρωτή μου» του Θανάση Καρανικόλα.

Ο «Ρυθμιστής» αποτελεί μια αριστουργηματική μεταφορά σε κινούμενα σχέδια ενός θέματος άκρως επίκαιρου, όπως είναι η απόκτηση ενός παιδιού με τη βοήθεια της σύγχρονης επιστήμης, θέτοντας τεράστια ηθικά προβλήματα. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στην απόλυτη ταύτιση του νοηματικού μέρους με την αισθητική μεταφορά τους ως animation και το άψογο κατασκευαστικό αποτέλεσμα, το οποίο, σημειωτέον, εμπεριέχει άπειρες ώρες σκληρής και επίπονης δουλειάς.

Ο «Λυτρωτής μου» με εντυπωσίασε με την ωριμότητα του ύφους, την απόλυτη σύμπλευση των θεματικών επιδιώξεων με την αισθητική τους πραγμάτωση. Η αυστηρή –δωρική, θα έλεγα- λιτότητα, που διαπνέει το σενάριο και το κάνει παντελώς ελλειπτικό, μεταφέρεται με την ίδια δύναμη και σιγουριά στο εικαστικό μέρος, το οποίο σηματοδοτείται από τη χειρουργική καθαρότητα του χώρου, τη λιτότητα της ερμηνείας, αλλά και την αριστουργηματική χρήση της κάμερας. Όλα συνδέονται με μια στέρεα γνώση της αφηγούμενης κατάστασης, η οποία, για αυτό τον λόγο, δεν χρειάζεται τίποτα το περιττό ή το περιγραφικό. Τα κάδρα της είναι τόσο δυνατά και συμμετρικά μεταξύ πραγματικής κατάστασης και υποκειμενικής ματιάς του σκηνοθέτη, που δεν αφήνουν περιθώριο παρερμηνειών. Καθηλώνουν σε μια άψογα δομημένη αφήγηση, που περνά από το γενικό στην προσωπική εκδοχή, με σαφήνεια και διεισδυτικότητα. Το συμπέρασμα σαφέστατο: Η λύτρωση δεν είναι πάντα εφικτή.

Όσον αφορά τις ταινίες μυθοπλασίας του Διαγωνιστικού Τμήματος , θα ήθελα να κάνω μια γενική παρατήρηση, η οποία αφορά στις περισσότερες από αυτές και αναφέρεται στο επίπεδο παραγωγής τους, το οποίο είναι άρτιο και δείχνει μια σωστή επαγγελματική προσέγγιση.

Όσον αφορά δε τη γραφή, δεν υπάρχουν εκπλήξεις και πειραματισμοί. Η αφηγηματική εξέλιξη στις περισσότερες ταινίες είναι συχνά προβλέψιμη και στερείται πρωτοτυπίας στους κώδικες επικοινωνίας με τον θεατή. Οι κινήσεις της κάμερας και το αισθητικό αποτέλεσμα δείχνουν την ανάγκη των δημιουργών για ευπρεπές και γενικά αποδεκτό αποτέλεσμα, ευπρόσωπο, το οποίο ωστόσο είναι γεμάτο αδυναμίες στους διαλόγους, στις διάρκειες, τις ερμηνείες. Η αμηχανία σε βασικές σκηνές είναι πρόδηλη. Λείπει η τόλμη και η προσωπική ματιά που θα έπρεπε να διαφοροποιεί τις απόψεις των νέων δημιουργών από όλες εκείνες που μας έχει συνηθίσει η τηλεόραση και η πλειονότητα των ταινιών του εμπορίου. Έχει κανείς την αίσθηση, ότι κυριαρχεί η ανάγκη επίδειξης μιας ικανότητας διεκπεραίωσης, παρά το σαράκι της καλλιτεχνικής αναζήτησης και έκφρασης. Η επιτυχής ολοκλήρωση κάποιων σκηνών, όταν δεν οδηγεί σε ανατροπές ή κορυφώσεις καταλήγει εν πολλοίς σε ανολοκλήρωτο αποτέλεσμα. Οι προθέσεις εξαντλούνται νωρίς και ο λόγος, υπερβολικός πολλές φορές, λειτουργεί σε βάρος των εικόνων, οι οποίες φαντάζουν στατικές χωρίς εικαστική δύναμη.

Παρ’ όλα αυτά, η φετινή χρονιά χαρακτηρίζεται από ένα άνοιγμα της θεματικής των ταινιών σε ζητήματα θεμελιώδη για τη σύγχρονη κοινωνία, σε μια εποχή μάλιστα που ο ελληνικός κινηματογράφος κατηγορείται ότι ομφαλοσκοπεί και ότι οι σκηνοθέτες του, και κυρίως οι νεότεροι ηλικιακά, είναι απομονωμένοι από τις τρέχουσες αναζητήσεις. Οι δημιουργοί των ταινιών μικρού μήκους, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε φαινόμενα γενικότερης εμβέλειας κι άσχετα από την επεξεργασία των θέσεών τους, συμβάλλουν στην ανάπτυξη του προβληματισμού γύρω από φαινόμενα ταμπού για τον πολύ κόσμο. Η δημιουργία ερωτικής σχέσης με τη νεαρή μετανάστρια από την Αφρική στο «Μπλάκ Αμούρ» του Βασίλη Γιάτση και η περιγραφή της κατάστασης του νεαρού Αλβανού στο «Μην πυροβολείς» του Κωνσταντίνου Μπλάθρα είναι δείγματα προσέγγισης της νέας πραγματικότητας που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας με την παρουσία πολλών ξένων και μάλιστα από διαφορετικές χώρες. Οι σχέσεις που αναπτύσσονται σε συνάρτηση με τον δημόσιο χώρο αλλά και τις προσωπικές συμπεριφορές του κάθε ενός εξελίσσονται και δοκιμάζονται καθημερινά. Η «Μερσεντές» του Σίμου Κορεξενίδη αναφέρεται στο αντίστροφο πρόβλημα της αδυναμίας ένταξης του Έλληνα μετανάστη που επιστρέφει από τη Γερμανία στο χωριό του, μετά από μακροχρόνια απουσία και του είναι αδύνατο να προσαρμοστεί στα καινούργια δεδομένα. Το ζήτημα των ταυτοτήτων, της αποδοχής του Άλλου, της κοινωνικής ένταξης και της αναγνώρισης της ιδιαιτερότητας του καθενός είναι κεφαλαιώδη ζητήματα για τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Αναλόγου σοβαρότητας είναι αυτά που αφορούν στην προσαρμογή των παιδιών στο κοινωνικό περιβάλλον αλλά και στις ιδιομορφίες κάθε οικογένειας, σε συνάρτηση με τον πλούσιο φαντασιακό τους κόσμο. Δύο νέες σκηνοθέτριες με ιδιαίτερη προσοχή και τρυφερότητα προσεγγίζουν τέτοια ζητήματα στις ταινίες «Κυριακή εννιά με εννιά» της Ιρίνα Μπόικο και «Ντίνος, ο Θυρωρός» της Κατερίνα Βυσσούλη. Στο «Σόλο» του Στέφανου Ποταμιάνου ο ταλαντούχος ήρωας ακολουθεί αντίστροφη πορεία από αυτή που με το μουσικό του ταλέντο θα μπορούσε να κατακτήσει. Όσο για την Πιλάλα του Θόδωρου Παπαδουλάκη εμπνέει μια φρεσκάδα και μια αγωνία υπέρβασης των στενών ορίων της μικρής του κοινωνίας. Ο Κεντέρης είναι η αφορμή.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η απόπειρα του Άρη Μπαφαλούκα να φωτίσει μία παράμετρο από το τεράστιο ηθικό, κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα της δωρεάς οργάνων και του τρόπου που αυτό αντιμετωπίζεται θεσμικά αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, όταν μάλιστα ο δότης είναι νέος άνθρωπος και φίλος του αποδέκτη. Τα διλήμματα είναι πολυεπίπεδα και οι αντιδράσεις όχι πάντα προκαθορισμένες και σταθερές. Στον σκληρό και πολύ ιδιόμορφο κόσμο των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας, όπου ο σωματικός πόνος κι η μοναξιά εμπλέκονται με τον σύγχρονο τρόπο ζωής στη μεγαλούπολη αλλά και τις μνήμες, τα μυστικά και τα ανομολόγητα πάθη, τις πληγές της ψυχής και τις ηθελημένες σιωπές, αναφέρονται δύο από τις πιο αξιοπρόσεκτες ταινίες της φετινής χρονιάς. Πρόκειται για το «Εν Λευκώ» του Θανάση Σαράντου και τη «Σιωπή» του Στέλιου Πολυχρονάκη. Και οι δύο διακρίνονται για τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών αλλά και τη διατήρηση της λεπτής ισορροπίας μεταξύ πραγματικού και φαντασιακού κόσμου. Εκεί όπου η αλήθεια είναι δυσβάστακτη, η καταφυγή στο μη υπαρκτό γίνεται παρηγοριά και αποκούμπι. Η επιστροφή στον άυλο κόσμο του ονείρου συνδέει την Τρίτη ηλικία με τη χαμένη παιδικότητα, την αθωότητα της λησμονιάς και την αποδοχή του θανάτου. Μια εντελώς διαφορετική εκδοχή αυτής της επιστροφής είναι η ταινία του Γιάννη Κολιού «Καφέ θα πίνεις όταν μεγαλώσει». Εδώ η απώλεια της μνήμης αντιμετωπίζεται με φυσικότητα και ανάλαφρη διάθεση. Ο θάνατος ως επιλογή και μάλιστα από νεαρής ηλικίας άτομα είναι αξιοπρόσεκτη θεματική και συναντάται στην «Απόλυτη στιγμή» του Λοΐζου Ασλανίδη και στα «Αγνά νιάτα» του Έκτορα Λυγίζου Σε αυτή μάλιστα την ταινία, που είναι από τις πλέον ενδιαφέρουσες του φεστιβάλ, η επιλογή της νεαρής δασκάλας να τερματίσει τη ζωή της μέσα στο σχολείο, μπροστά στα αθώα μάτια των παιδιών, που πριν από λίγο τους δίδασκε τρόπους επιβίωσης σε συνθήκες σεισμού. Είναι η ίδια που βοηθούσε το κοριτσάκι με τα κινητικά και όχι μόνο προβλήματα να απαγγείλει το ποίημα. Είναι αυτή η ενταγμένη πλήρως σε ένα διαρθρωμένο και κανονιστικά άψογα λειτουργούντα κόσμο του οποίου αποτελεί σημαντικό κρίκο. Γιατί σπάει τη συνέχεια; Η αναφορά στους ήρωες της πατρίδας, η λειτουργικότητα του συστήματος αλλά πάνω από όλα η ύπαρξη των αγνών παιδιών γιατί δεν την κρατά στη ζωή; Τι είναι αυτό που την παρακινεί να δημοσιοποιήσει τον θάνατό της, ανοίγοντας τις κουρτίνες στα βλέμματα των παιδιών; Τι ήθελε άραγε να δηλώσει με την αυτοχειρία της; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα, με τα οποία φεύγει ο θεατής, προσδίδουν στην ταινία μια μοναδικότητα. Αυτό το κενό, την κατάλυση της αλυσίδας του νοήματος καλείται ο θεατής να συμπληρώσει. Αυτό το αίτημα συμμετοχής του θεατή έλειψε από τις περισσότερες ταινίες, διότι οι περισσότερες θέλησαν να του πούνε όλα μόνες τους και γρήγορα. Ωστόσο η τέχνη είναι βασανιστική διαδικασία του άδηλου και απρόβλεπτου κι αλίμονο αν γίνει υπηρέτης του προφανούς.

Με τη ζωή στην σύγχρονη μεγαλούπολη και τη δυσκολία των απλών ανθρώπων να εκφράσουν τα συναισθήματά τους ασχολείται και η ταινία «Τα φευγαλέα χαμόγελα» του Δημήτρη Κανελλόπουλου. Η ηρωίδα εργαζόμενη σε σούπερ-μάρκετ ζητά τρόπους επικοινωνίας σε ένα εργασιακό περιβάλλον που την απομυζά σωματικά και συναισθηματικά. Το ίδιο βιώνουν και οι περίοικοι και οι συνάδελφοί της. Το ζητούμενο της επικοινωνίας δεν επιτυγχάνεται πάντα. Στα θέματα επικοινωνίας αναφέρεται και η ταινία «Στη σιωπή ακούγονται όλα» του Σωκράτη Σπανού, όπως επίσης και η ταινία «Στο παιγνίδι για δύο» του Νίκου Καλλαράς. Το «Κόνυ» θέτει ζητήματα σχέσεων προσώπων και νέων τεχνολογιών.

Όλες οι προαναφερθείσες ταινίες, αλλά και οι περισσότερες από τις διαγωνιζόμενες, αντιμετωπίζουν το θέμα τους με ευαισθησία και διακρίνονται από μια ανθρωποκεντρική αντίληψη. Υπάρχει μία οικονομία στα θέματα χώρων αλλά σε πολλές διαπιστώνεται μία ανομοιογένεια στα ζητήματα που αφορούν τον χρόνο. Τα σενάρια είναι προσεγμένα αλλά δεν παρουσιάζουν ανατροπές που να καθηλώνουν τον θεατή. Όπως ήδη τονίστηκε, το πρόβλημα είναι ότι λείπει η τόλμη για πιο ριζοσπαστικές προσεγγίσεις και αυτό όχι μόνο στην αφηγηματική εξέλιξη αλλά και στη χρήση της κινηματογραφικής γλώσσας. Λείπει μια πιο αυστηρά προσωπική ματιά. Σε επίπεδο αισθητικής κατάθεσης απουσιάζει η πρωτοτυπία και η ρήξη με την κλασική γραφή τη στιγμή που τα θέματα των περισσοτέρων ταινιών θα επέτρεπαν μια πιο αιχμηρή εικαστική προσέγγιση. Η φωτογραφία είναι επαγγελματική, τα σκηνικά συνεπή, οι χώροι ανάλογοι, όμως οι ιδέες αυτές καθ’ αυτές θα μπορούσαν να αναδειχτούν πολύ καλύτερα και με περισσότερη πρόκληση αλλά και εσωτερικότητα. Θα αναφέρω δύο ενδιαφέρουσες σε αυτό το επίπεδο ταινίες. Πρόκειται για τον «Κούκο» του Νίκου Βουτενιώτη και τον «Παππού και την γιαγιά» του Βαγγέλη Μαδεράκη. Ο πρώτος κινείται σε ένα χώρο παρακμιακό με ενδιαφέρουσα αισθητική κι ο άλλος κινείται στο χώρο του παραμυθιού με ανάλογη ατμόσφαιρα. Μια φρεσκάδα και πρωτοτυπία χαρακτηρίζει τις ταινίες «Πορεία» του Σταύρου Πασχαρίδη, «Τόσο κοντά…μακριά μου» της Λυδίας Κώνστα, «Cheap Days» του Βασίλη Κεχαγιά, «My dad» της Ζίνα Παπαδοπούλου καθώς και η ταινία «12 Μαΐου» της Χριστίνας Χριστοφή. Για τον Ιορδάνη Ανανιάδη το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι θαυμάζω το θάρρος του να συνεχίζει την μοναχική του πορεία σε ένα κόσμο επίπονο, δημιουργικό αλλά και γεμάτο χαρά και πρωτοτυπία. Η ταινία του «Τρύπαα» είναι συνέχεια της αισθητικής και του προβληματισμού που τον απασχολεί χρόνια τώρα.

Τελειώνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο ότι υπάρχουν τόσες ταινίες μικρού μήκους με επαγγελματική αρτιότητα και σοβαρή αντιμετώπιση των θεμάτων. Τα υπόλοιπα είναι θέματα παιδείας, συνέπειας και επιμονής.

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ – ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Σχόλια για τις ταινίες του Διεθνούς τμήματος

Στο φετινό 10ο διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας προβλήθηκαν συνολικά75 ταινίες από 42 χώρες του κόσμου. Συγκεκριμένα είδαμε 56 ταινίες μυθοπλασίας, 15 ταινίες κινουμένων σχεδίων και 4 ντοκιμαντέρ.

Οι χώρες που συμμετείχαν καλύπτουν ένα ευρύτατο γεωγραφικό/πολιτισμικό φάσμα: από την Ευρώπη (π.χ. Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Ελλάδα, Βρετανία, Σκωτία, Σλοβενία, Βουλγαρία κ.ά) έως την Αμερική (ΗΠΑ, Βενεζουέλα, Χιλή, Μεξικό, Καναδά, Βραζιλία), μέχρι την Ασία (Ταϊβάν, Ιράν, Κορέα) και την Αυστραλία.

Νομίζω ότι το “δείγμα” είναι αξιόπιστο σχετικά με το σημερινό επίπεδο κατασκευής και προβληματικής των κινηματογραφιών των προηγούμενων χωρών, όσον αφορά τις ταινίες μικρού μήκους αλλά και γενικότερα εάν σκεφθεί κανείς ότι οι παραγωγές που παρακολουθήσαμε είναι προϊόντα του 2003 και του 2004.

Οι σκηνοθέτες που υπέγραψαν τις ταινίες είναι στην πλειοψηφία τους νέοι, ενώ το ποσοστό των γυναικών-σκηνοθετών δεν είναι ευκαταφρόνητο (περίπου το 1/3 του συνόλου), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το δεύτερο φύλο έχει καταλάβει τη θέση που του αξίζει στη σχετική καλλιτεχνική/επαγγελματική σκηνή. Οι δημιοιυργοί των φίλμς προέρχονται κατευθείαν (στην πλειοψηφία τους) από τον κινηματογραφικό χώρο και ελέγχεται από το χώρο της διανόησης γενικά (συγγραφικό, εικαστικό, επιστημονικό, κλπ).

Έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε ως εξαίρεση την περίπτωση του γνωστού Ιρλανδού συγγραφέα Μπέρναρτ Μακ Λάβερτι που ζει στη Σκωτία (συμμετείχε με το ψυχολογικό φίλμ “Αντίο αγόρι μου”).

Οι ταινίες μυθοπλασίας, που υπερείχαν σε αριθμό των υπολοίπων, αποδεικνύουν ότι οι αφηγήσεις “ιστοριών” και στον χώρο του κινηματογράφου κρατούν σήμερα τα σκήπτρα εν αντιθέσει προς τις μη αναπαραστατικές προσπάθειες: η μοναδική ταινία που είδαμε από τη Νορβηγία (το “Έρμαιο”), μία εικαστική κατασκευή, υψηλού επιπέδου τόσο τεχνικά όσο και καλλιτεχνικά, της Ίνγκερ Λίζε Χάνσεν, ήταν από τη συγκεκριμένη άποψη “σταγόνα στον ωκεανό”, όπως γίνεται αντιληπτό.

Επίσης η μικρή παρουσία των ντοκιμαντέρ δείχνει για μια ακόμη φορά, πιστεύω, την υποχώρηση της κινηματογραφικής αυτής έκφρασης έναντι του τηλεοπτικού ρεπορτάζ, το οποίο φαίνεται ότι τείνει να κυριαρχήσει (παρά τις χρυσές εξαιρέσεις στον τομέα της ταινίας μεγάλου μήκους, βλέπε π.χ. τα φίλμ καταγγελίας του Μάικλ Μούρ).

Αντίθετα, η μάλλον ικανοποιητική σε ποσότητα και ποιότητα παρουσία της ταινίας κινουμένων σχεδίων, κατά τη γνώμη του δείχνει ότι μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για την ιδιαίτερα τολμηρή, ανοιχτή σε ποικίλους πειραματισμούς, μορφικούς και ψυχαγωγικούς, εικονιστική αυτή μορφή.

Δεν θα έλεγα, στην συνέχεια, ότι στο σύνολό τους οι ταινίες που είδαμε αντιπροσώπευσαν ποικιλία κινηματογραφικών ειδών.

Σχηματοποιώντας, χωρίς ωστόσο να προδίδω την ουσία των πραγμάτων, θα μπορούσα να κατατάξω τα φίλμ στα ακόλουθα είδη: σε κωμωδίες/σάτιρες, σε ψυχολογικά δράματα, σε ψυχολογικά, σε ποιητικά/λυρικά και σε κοινωνικά.

Το κωμικο /σατιρικό φίλμ κράτησε τα πρωτεία από αριθμητική άποψη, τόσο στο χώρο της μυθοπλασίας όσο και στο χώρο των κινουμένων σχεδίων.

Το ενδιαφέρον όσον αφορά στο είδος αυτό είναι ότι διαπιστώσαμε να προέρχεται και από χώρες, όπως π.χ. την Αίγυπτο, κινηματογραφίες, δηλαδή, οι οποίες παραδοσιακά ξέρουμε ότι παράγουν φίλμ μελοδραματικά, κοινωνικά ή λυρικά.

Ίσως το φαινόμενο να εξηγείται από το γεγονός της παγκοσμιοποίησης, της κατάργησης των εθνικών συνόρων και ηθών που έχει ως αποτέλεσμα την επαφή των “κλειστών” παραδοσιακών πολιτισμών με τα δυτικά μοντέλα. Πως αλλιώς να προσεγγίσει κανείς τις δύο κωμωδίες από την Αίγυπτο (το “Αξίζω ένα φιλί” του Καρίμ Ελ Ναμπόλσυ και την “Έβδομη αίσθηση” του Αχμέντ Μεκί Μπεντά), στις οποίες πνέει ένας αέρας αμερικανικού και ευρωπαϊκού χιούμορ;

Μένοντας στο είδος της κωμωδίας/σάτιρας να πω ότι το οξύ πνεύμα και το χαρίεςν ύφος που διαπερνούσε φίλμ, σχεδόν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (από το Βέλγιο, την Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία κλπ) μπορούν να εκληφθούν ως αντιπροσωπευτικά μιας συγκεκριμένης, ανατρεπτικής ματιάς που χαρακτηρίζει τη νεανική στάση απέναντι στο κόσμο. Αξίζει να προσθέσω ότι το χιούμορ δεν έλειπε και από τα ψυχολογικά φίλμ, τα οποία διερευνούσαν σοβαρά θέματα επικοινωνίας (π.χ. “Φιλάκι στη μύτη” της Ελληνοϊταλίδας Λάουρα Νέρι, αισθηματικές σχέσεις.

Μια άλλη διαπίστωση σχετίζεται με την έντονη παρουσία του ψυχολογικού δράματος, είδους που κινήθηκε σε μοντέρνους κυρίως χώρους και αποτύπωσε ανάλογες συγκρούσεις με διάφορους τονισμούς.

Ο έρωτας και τα αδιέξοδά του, το υπαρξιακό, η μόνωση, οι διαπροσωπικές σχέσεις σε διάφορα επίπεδα ζωής, η επιθετικότητα κυριαρχούν ως μοτίβα εδώ.

Οι τρόποι ποικίλουν, το δράμα αναδύεται μέσα από τις μυθοπλασίες, πότε ιδιαίτερα χρωματισμένο, πότε αμυδρό ,να υποβάλλεται ή να σχολιάζεται διακριτικά απλώς, σε κάποιες περιπτώσεις.

Ο χρόνος ως μνημονικό στοιχείο είναι επεξεργασμένος ποικιλοτρόπως και διαβρώνει τη σκέψη. (π.χ. “Μελαγχολία” της Ταϊβανέλας Τσάρλεν Σίχ), ενώ η ένοχη συνείδηση δεν επιτρέπει την απόλαυση (“Εγκλεισμός” του Σουηδού Φρέντρικ Έντφελντ).

Η λίμπιντο σε διάφορες αναδύσεις της είναι επιθετική και καταστροφική (π.χ. “Αντίο αγόρι μου” του Ιρλανδού Μπέρναρντ ΜακΛάβερτι, “Νυχτερινός” του Βενεζονελανού Κάρλος Καριντάντ-Μοντέρο), ενώ η ανθρώπινη μοναξιά σφραγίζει διάφορα πεδία ζωής (π.χ. “Ραντεβού” της Κορεάτισας Εν-Γιούνγκ Παρκ, “Η σιωπή” του δικού μας Στέλιου Πολυχρονάκη, “Το κόμιστρο” του Καναδού Ραούλ Παρέκ, “Η σειρά Σίλβερελάι” του Βέλγου Ζαν-Λυκ Γκαζόν). Τέλος ο “κλασσικός” φόβος του Άλλου, του ξένου, διαβρώνει το κόσμο του ηλικιωμένου και μοναχικού αμερικάνικου ζευγαριού στο “Συμβουλές κηπουρικής για νοικοκυρές” της Τζέσικα Γουέιζμαν.

Στο ψυχολογικό φίλμ εντάσσονται διάφορες παραγωγές οι οποίες υπηρετούν το είδος αυτό προσανατολισμένες σε ένα συνδυασμό του ερωτικού και του υπαρξιακού (π.χ. “Χειμωνιάτικη θάλασσα” της αμερικανίδας Έρικα Τασίνι, “Εδέμ και παράδεισος” του Μεξικανού Μανουέλ Κανίμπε, “Καλό ταξίδι” της Ισραηλινής Σοφί Αρτίς, “Η συσκότιση” του Ιρανού Μπιγιάν Μιρμπαχερί, “Ο κολυμβητής” του Γερμανού Κλάους Χούετμαν, “Αμνησία” της Καναδέλας Σεσίλια Αρανέτα, “Γύρω-γύρω όλοι” του Αυστραλού Μάρκο Αντονιάτσι).

Το ιστορικό φόντο “εποχής” και η ψυχογραφία συνυπάρχουν ελάχιστα (βλέπε “Ο αξιότιμος δήμιος” του Ιρλανδού Μπρένταν Μούλντγουόνι) ενώ το “νουάρ” σε σχετική ποικιλία υποστηρίζει διάφορες ψυχολογικές εκρήξεις (π.χ. “Σπίτι μου, σπιτάκι μου” του Κορεάτη Χάι-Γιούνγκ Ουμ, “Τέλειος κύκλος” του Πορτογάλλου Κάρλος Ράμος). Η περιπέτεια χωνεύεται από το ψυχογράφημα “Ζενίθ” του Νορβηγού Μπρους Παραμόρε, ενώ “Το όνειρο του Κόλριτζ” του Ρουμάνου Ράντου Ινιατέσκου επιθυμεί να συνδυάσει το διανοητικό παιχνίδι με το ψυχολογικό κλίμα. Αντίθετα το “Νάταν” των Σουηδών Γιόνας Μπέργκεργκαρντ και Γιόνας Χόλμστρομ, προσπαθεί να συνθέσει το πορτραίτο του αγαθού ήρωα της ταινίας με στοιχειώδη, άμεσο τρόπο, υπογραμμίζοντας την θερμότητας της συμπάθειας. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, επιθυμεί να παρουσιάσει και η τουρκική ταινία “Το διαμέρισμα” του Σέιφι Τέομαν με πλαίσιο μια σύγχρονη ερωτική ιστορία σε ένα χώρο (τον τούρκικο) που ανοίγει τις πύλες του στη δυτική ψυχολογική κομεντί.

Περνώντας στο ποιητικό/λυρικό είδος να αναφέρω τα ρωσικά “Όντεια” και “Δρόμος” των Εντγκαρ Μπάρτενεφ και Σβετλάνας Σιμανγιούκ αντιστοίχως, φιλμ τα οποία μέσα από την εικαστικότητά τους επιχειρούν να μας φέρουν κοντά στις μουσικές εικόνες του Ταρκόφσκι.

Στην “Απεραντοσύνη” ο βραζιλιάνος Αμιλκάρ Μ Κλάρο μέσω της φωνής του ποιητή Κάστρο Άλβες εικονοποιεί το σύγχρονο Σαν Πάολο χρησιμοποιώντας την “παράλογη” παρουσία της ηρωίδας Ινταλίνα, ενώ μια άλλλη φανταστική διόλου ρεαλιστική πόλη αναδύεται στο κινούμενο σχέδιο “Το παραμύθι μιας πόλης” του Γιούρος Κσάντινακ από τη Σερβία/Μαυροβούνιο.

Αντίθετα η υποβλητική φύση της Νέας Ζηλανδίας εμπνέει την Αγγλονεοζηλανδέζα Βιρτζίνια Χηθ στην ταινία της “Μηδενισμός σημείου” η οποία συνεχίζει στο μέτρο των δυνατοτήτων της την παράδοση σκηνοθετών εκείνης της περιοχής που αντιμετώπισαν το σχετικό περιβάλλον με αίσθηση του “μαγικού”.

Το “κοινωνικό είδος” υπηρετήθηκε από φιλμ τα οποία καταπιάσθηκαν με σχόλια ποικιλων τονισμών γύρω από την λέγουσα πραγματικότητα διαφόρων “αποβλήτων” (βλέπε “Ιερό μανδύας” του Βραζιλιάνου Μάουρο Ντ’ Αντιο, “Μαρία Τζέζους” των ιταλών Μασσιμιλιάνο και Τζιανλούκα Ντε Σέριο).

Ένας συνδυασμός κοινωνικού σχολίου και ψυχογραφήματος επιχειρείται στο φιλμ “Είσαι εκεί” της Πολωνέζας Άννας Κάζεζακ, θυμίζοντάς μας παλαιότερες σχετικές διατυπώσεις από σκηνοθέτες των πρώην “υπαρκτού σοσιαλισμού”.

Όσον αφορά τα 4 ντοκιμαντέρ: για την ποιητική Ρόδα ήδη μίλησα, όπως και το Όντια, τις δύο αυτές ρωσικές ταινίες. Επίσης προβλήθηκε το “πειραματικό” φιλμ του Ούγγρου Γκούλα Νέμες “Το κατώφλι της παροδικότητας” μία μορφή μουσικού/εικαστικού φίλμ που απουσιάζει δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό από τις οθόνες.

Τέλος τα πολιτικά ντοκιμαντέρ “Η δίκη Ράσελ” του Βετεράνου Σουηδού Στέφαν Λαμ έρχεται να προστεθεί στις πρόσφατες προσπάθειες του υποείδους αυτού, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.

Κλείνοντας να πω ότι έχουμε πολλά να κερδίσουμε όσοι ασχολούμεθα με το σίνεμα από την επαφή μας με την ξένη εμπειρία.

Εάν κρίνω, όμως, από την ισχνή προσέλευση των Ελλήνων, νέων κινηματογραφιστών στις προβολές των ξένων αυτών ταινιών θα πρέπει να καταλήξω σε απογοητευτικά συμπεράσματα σχετικά με τη διάθεσή μας για επιμόρφωση ή και για απλούς αισθητικούς ερεθισμούς.