Ιστορικές αναφορές

Βασίλης Μαζωμένος: Για τον Λάκη, αυτά που δεν πρόλαβα να του πω

1.Ο Λάκης και η Cinetic

Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για την «ελληνική ταυτότητα». Πως κάποιος που διεισδύει στην ουσία της έννοιας, ξεπερνά καπηλείες, ψευδο-πατριωτισμούς, αφέλειες και συναισθηματικές υστερίες. Άλλωστε στη χώρα της υπερβολής, όποιος τολμά να χρησιμοποιήσει σε πρόταση τη λέξη «Ελλάδα», χαρίζεται ή τοποθετείται στην καλύτερη στη συντηρητική παράταξη και ακόμα χειρότερα στους φασίστες. Και είναι κατανοητό για έναν λαό να δουλεύει εγκεφαλικά με σχήματα όπως τα νήπια, αφού για να κατανοήσει πιο λεπτές έννοιες χρειάζεται ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, άρα ουσιαστική καλλιέργεια γνώσεων.

Σε αυτό λοιπόν το προγλωσσικό περιβάλλον πρόβαλε ο Λάκης, ωραίος ως Έλλην. Από την αρχή ήταν καχύποπτος στους αυτόκλητα διορισμένους φύλακες της προοδευτικότητας, αλλά προστάτευε –μέσω της cinetic– κάθε φωνή που αντιστεκόταν στα δόγματα. Γιατί αυτό ήταν η cinetic, η εταιρεία που μαζί με τον Τάκη Χατζόπουλο ίδρυσαν. Μια βάση για να μπορέσουν να στηρίξουν αρχικά το τιτάνιο έργο του «Παρασκηνίου», αλλά και να δώσουν βήμα σε κάθε νεόκοπο και ταλαντούχο κινηματογραφιστή. Αυτή η εμβληματική «πολιτιστική εκπομπή» έγινε το χωνευτήρι νέων ιδεών, νέων τάσεων, από παραδοσιακές αφηγήσεις μέχρι ακραία πειραματικές… Πράγματα ασυνήθιστα για την Ελληνική τηλεόραση, όπου οι δυο συνεργάτες και φίλοι κατόρθωσαν και επέβαλαν τις νέες φωνές και τις νέες τάσεις, ενώ παράλληλα αφαίρεσαν τα εισαγωγικά από την… πολιτιστική εκπομπή, μετατρέποντας κάθε επεισόδιο σε καθαρό δοκίμιο κουλτούρας.

2. Ο Λάκης και το σινεμά

Ξεπερνώντας τη μοναδική βιωματική κατάσταση (πρώτος βοηθός του Αλέξη Δαμιανού στην Ευδοκία), ο Λάκης ξανασυνάντησε την Ελληνικότητα στις ταινίες του. Σε αυτές τις λίγες σε αριθμό ταινίες μυθοπλασίας, Τον καιρό των Ελλήνων (1981), Θεόφιλος (1987), Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (2001), Ταξίδι στη Μυτιλήνη (2010) και η μικρού μήκους: Γράμματα από την Αμερική (1972), συγκέντρωσε όλη τη θεώρησή του για τον κόσμο, στρέφοντας την κάμερά του στην ουσία αυτού του τόπου, που είναι οι συγγραφείς, οι ποιητές, ο γενέθλιος τόπος, η φυγή στα ξένα και ο θάνατος από… νοσταλγία. Μάνα-μάνα, μάνα-γυναίκα, μάνα-γη, μάνα-πατρίδα… Και η τρέλα παραμονεύει για αυτόν που προσπαθεί απελπισμένα να χωρέσει μέσα στους αιώνες τον Πλάτωνα, το Βυζάντιο, με τους Αρβανίτες του ’21 και τον Παπαδιαμάντη. Για αυτόν που αγκαλιάζει ταυτόχρονα τον βρομόστομο Καραϊσκάκη με τη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής. Πώς γίνεται να γεμίσουν άνθη που μοσχοβολούν οι ρωγμές, εκεί που λίγο πριν μύριζε πτωμαΐνη; Ο Λάκης μοιάζει να αφιέρωσε τη φιλμική ζωή του να χωρέσει όλες αυτές τις αντιφάσεις σε ένα Όλο.

3. Ο Λάκης που πρωτογνώρισα

1988. Λυκαβηττός. Εργαστήρια cinetic. Φιλμ, 16mm κάμερες και μουβιόλες. Ούτε καν Beta, Ίντσα. Φαντάζομαι για τους νεότερους όλες αυτές οι λέξεις που γράφω χρειάζονται μετάφραση. Καλύτερα μην το επιχειρήσουν. Γιατί πώς μεταφράζεται η ύλη, αν δεν δοκιμάσεις ο ίδιος να τη δουλέψεις; Αυτοί λοιπόν οι δημιουργοί σαν τον Λάκη, έκαναν το λεγόμενο χειροποίητο σινεμά. Που σήμαινε ότι εκτός από αφήγηση και τεχνική ήξερες και μοντάζ και ήχο, έκανες το σπηκάζ, ήσουν δηλαδή ένας «καθολικός δημιουργός». Και εδώ ο Λάκης, με την ολιστική εμπλοκή του στο σύνολο της παραγωγής, συνάντησε το αναγεννησιακό πρότυπο.

4. Επίλογος

Ο Λάκης δεν μου έδωσε ποτέ συμβουλές και είχαμε διαφορετική αντίληψη για τα πράγματα. Αυτό ίσως συνέβη σε μένα γιατί οι θέσεις των πατεράδων ήταν καπαρωμένες τόσο από τον βιολογικό μου Επονίτη πατέρα όσο και από τον πνευματικό μου πατέρα Κώστα Σφήκα. Αυτός ο τελευταίος με γνώρισε στον Λάκη και δούλεψα σαν βοηθός σε κάποια Παρασκήνια. Μην παίζοντας κανέναν προκαθορισμένο ρόλο, ανέπτυξα με τον Λάκη μια ισότιμη σχέση παρ’ όλη τη διαφορά ηλικίας. Και βέβαια ποτέ δεν έχασα την εκτίμησή μου σε αυτόν αν και οι τέχνες μας ήταν τόσο διαφορετικές. Σε αυτήν τη μεγάλη παρέα των ουρανών του Τορνέ, του Βακαλόπουλου, του Τσιώλη, έχει προστεθεί και ο Λάκης. Τους βλέπω ήδη να συζητούν μεγαλόφωνα για τον Κόντογλου, ταράζοντας τα αποβλακωμένα διπλανά αγγελάκια.