Ιστορικές αναφορές

Στέφανος Δασκαλάκης: Λάκης Παπαστάθης

Όταν πήγα να τον δω στο νοσοκομείο, λίγο μετά την πρώτη επέμβαση που έκανε το περασμένο καλοκαίρι μου είπε: «Δεν μπορείς να φανταστείς! Η αναισθησιολόγος, έτσι όπως μιλούσε στις νοσοκόμες, έμοιαζε με κορυφαία σε αρχαία τραγωδία…»

Έτσι ήταν ο Παπαστάθης. Είχε έναν ενθουσιασμό που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ. Καμιά στιγμή δεν τον άγγιξε η ευτέλεια της καθημερινότητας. Η πίστη του σε έναν κόσμο αξιών χαρακτήριζε και τις πιο μικρές του χειρονομίες, κάνοντας όλους εμάς που τον συναναστρεφόμαστε να νιώθουμε εξαιρετικά ευνοημένοι.

Τον γνώρισα, όπως και πολλοί άλλοι, με αφορμή ένα «Παρασκήνιο» που ήθελε να κάνει με τον Φειδάκη, ζωγραφίζοντας το πορτραίτο του Βιζυηνού. Ήθελε να μιλήσουν κάποιοι ζωγράφοι για τον Πάνο, μεταξύ των οποίων και εγώ. Το αποτέλεσμα ήταν αυτά που είπα, να αυτονομηθούν και να αποτελέσουν από μόνα τους ένα ανεξάρτητο «Παρασκήνιο».

Tον θυμάμαι πολύ καλά όταν μπήκε στο εργαστήριο για πρώτη φορά. Κρατούσε κάποια βιβλία με τα διηγήματα του Βιζυηνού, όπως και μερικά κείμενα που είχαν γραφτεί για τον ίδιο τον συγγραφέα, ώστε να μπω στο πνεύμα αυτού που ήθελε να κάνει. Ήταν ο Παπαστάθης με τα έργα του λογοτέχνη που αγαπούσε πιο πολύ από όλους, ερχόμενος στο εργαστήριο ενός ζωγράφου, με την προοπτική ενός φιλμ. Ο Παπαστάθης στην Τριαδική του υπόσταση.

Μου ανέπτυξε τις σκέψεις του με αυτή τη γνωστή φωνή του αφηγητή που ξέρουμε από το «Παρασκήνιο». Μια φωνή που τοποθετούσε το πράγμα για το οποίο μιλούσε στην ιστορική του διάσταση. Ήταν πολύ επιβλητικός στο φέρσιμό του, στον τρόπο που σε κοιτούσε και σχεδόν απαιτούσε.

Μου πήρε λίγο καιρό για να ανακαλύψω αυτόν τον τρυφερό άνθρωπο που με έπαιρνε τηλέφωνο κάθε τόσο για να με ρωτήσει, ανήσυχος, πώς πάει το έργο που ζωγράφιζα, ποιο μοντέλο μού πόζαρε ή για να σχολιάσει το έργο που πριν λίγο του είχα στείλει με μήνυμα.

Τώρα που προσπαθώ να μιλήσω για τον καλό φίλο που ήταν ο Παπαστάθης, μου έρχεται στο νου αυτό που ο ίδιος συχνά επαναλάμβανε, ότι δηλαδή: «η ουσία του έργου τέχνης είναι ότι διαφεύγει από τον ορισμό του».

 Έτσι λοιπόν, ενώ έχω καθαρά την εικόνα του μπροστά μου, μου είναι δύσκολο να αποδώσω αυτό που ένιωθα όταν τον έβλεπα. Καμιά λέξη δε μου κάνει. Και αμέσως το αίσθημα ότι τίποτα δεν μπορεί να μπει στη θέση, στο κενό που αφήνει αυτός ο άνθρωπος.

Ερχόταν συχνά στο εργαστήριο. Σε κάθε κουβέντα του, τα έργα μου, οι φιγούρες άρχιζαν να μεταμορφώνονται. Η σχέση με ό,τι τις περιέβαλλε αποκτούσε ειδικό νόημα. Μπορούσε να αποδίδει με τον λόγο ό,τι η ζωγραφική υπέβαλε με τις διαφορετικές τονικότητες και αποχρώσεις, τις φόρμες και τις υφές. Μέσα από τα λόγια του τα έργα μου έκαναν τα πρώτα βήματα στην ανεξάρτητη πορεία των μεταμορφώσεών τους πέρα από τις προθέσεις του ζωγράφου.

Σ’ αυτά που έλεγε έβλεπα την επιβεβαίωση αυτού που πιστεύω πως είναι η ουσία της ζωγραφικής. Ότι δηλαδή η ζωγραφική πρέπει να μιλάει για πράγματα έξω απ’ αυτήν, υπό την προϋπόθεση αυτό να πραγματοποιείται με τα ίδια της τα μέσα. Η ζωγραφική να πηγαίνει πέρα από τη ζωγραφική αλλά μέσα από την ίδια τη ζωγραφική.

Με ιδιαίτερη συγκίνηση τον άκουσα να μου το λέει ο ίδιος σε μία από τις τελευταίες φορές που τον είδα στο Γεννηματά. «Και όλα αυτά τα κατάφερες μόνον με τη ζωγραφική σου». Γιατί ποτέ δεν καταδέχτηκε τον ρόλο του ασθενή, κάποιου που υφίσταται δεινά, αλλά οι κουβέντες του ήταν πάντα η συνέχεια όσων λέγαμε τα προηγούμενα χρόνια σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε.

Μια άλλη φορά, πιο παλιά, σ’ αυτές τις επισκέψεις στο εργαστήριο μου είπε: «πώς να το κάνεις, καμιά τέχνη δεν είναι σαν τη ζωγραφική. H ζωγραφική είναι πάνω απ’ όλες». Tο πίστευε πραγματικά; Δεν ξέρω. Πάντως τη στιγμή που το έλεγε θα το πίστευε. Γιατί η κάθε στιγμή ήθελε να είναι κάτι απόλυτο. Kαι αυτό που ζούσε το ήθελε πάντα στον υπερθετικό.

 Όπως και να ʼχει, είναι βέβαιο ότι αγαπούσε τη ζωγραφική με πραγματική αγάπη, δηλαδή συμμετέχοντας στη δημιουργία της. Γι’ αυτό νοιαζόταν για τη ζωγραφική που γινόταν δίπλα του. Πήγαινε στα εργαστήρια και του άρεσε πολύ να ποζάρει, έτσι, για να ανακατεύεται με τους ζωγράφους, τα νέφτια και τα χρώματα.

Του έχω κάνει δύο πορτρέτα. Ένα μικρό και γρήγορο, που είναι η αίσθηση μιας στιγμής, και ένα πιο δουλεμένο, παλαιότερα, όπου μου πόζαρε φορώντας έναν σκούφο που τον έκανε να μοιάζει με φιγούρα καιρών διαφορετικών.

Λίγο μετά από την ολοκλήρωση του «Παρασκηνίου», στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή, μου είπε: «θα σου κάνω και άλλο ένα αργότερα». Ήθελα και εγώ να τον ζωγραφίσω ξανά και ήταν πρόθυμος να ποζάρει.

Ο καιρός αποφάσισε διαφορετικά.

16 Απριλίου 2023