Ιστορικές αναφορές

Ούρσουλα Φωσκόλου: Για τον Λάκη Παπαστάθη

Βρισκόμουν στην Ιταλία, καλεσμένη στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Μπολόνια, όταν πληροφορήθηκα τον θάνατο του Λάκη Παπαστάθη. Την πρώτη φορά που συμμετείχα σε έκθεση βιβλίου την οφείλω στον Λάκη. Μαζί ταξιδέψαμε το 2014 στη Θεσσαλονίκη, για να συνομιλήσουμε για το βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη Ο Νεοελληνικός διχασμός και το μυστήριο της τέχνης. Ξαναβλέποντας δυο ταινίες του Λάκη Παπαστάθη (Πατάκης, 2014). Με αφορμή την κουβέντα εκείνη, γνώρισα τη Θεσσαλονίκη της γενιάς του Παπαστάθη, μια ρομαντική εκδοχή της συμπρωτεύουσας, έχοντας ως ξεναγό μου τον ίδιο. Θυμάμαι ακόμη τους εξαντλητικούς διαλόγους πάνω στο σινεμά, στον Θεόφιλο και στον Καιρό των Ελλήνων, στη μορφή του Δημήτρη Καταλειφού, στην έννοια της ελληνικότητας, στη λυτρωτική δύναμη της τέχνης. Ο Λάκης υποστήριζε με πάθος ότι η συγγραφή και η τέχνη γενικότερα πηγάζουν από μια περίσσεια, από μια θάλασσα που βράζει μέσα στον δημιουργό και πρέπει πάση θυσία να ξεχυθεί. Η ζωή του Λάκη Παπαστάθη ξεχείλιζε από τέχνη και δεν έχανε ευκαιρία να μιλά γι’ αυτήν.

Αλληλογραφούσαμε τακτικά. Μου έστελνε κείμενά του, του έστελνα πρωτόλεια δικά μου προτού ακόμη εκδοθεί το πρώτο μου βιβλίο στην Κίχλη. Μου χάρισε βιβλία (η αφιέρωση πάντοτε  ήταν «με πίστη, Λάκης»), μου εμπιστεύθηκε το στήσιμο της προσωπικής του ιστοσελίδας.

Κάποιο Πάσχα, αντί ευχών, μοιράστηκα μαζί του μια φωτογραφία όπου ετοίμαζα τη μαγειρίτσα. Τα δάχτυλά μου ήταν γεμάτα άνηθο. «Έτσι», του έγραψα, «σκέφτομαι συχνά τα χέρια των προγόνων. Όχι οστέινα, ούτε γυμνά, παρά γεμάτα χλόη». Η απάντησή του ήρθε λίγα λεπτά αργότερα στο μέιλ μου: «Όταν με το καλό έρθει η ώρα μου —δεν βιάζομαι— να με ραντίσεις με τα δάχτυλά σου με λίγα ρινίσματα άνηθου. Θα το καταλάβω».

Δεν κράτησα την υπόσχεση.